- ἀδικημάτων
- ἀδίκημαwrong doneneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… … Dictionary of Greek
Lysias — (Greek: Λυσίας) (born ca. 445 BC; died ca. 380 BC) was an Attic orator.LifeAccording to Dionysius of Halicarnassus and the author of the life ascribed to Plutarch, Lysias was born in 459 BC, which would accord with a tradition that Lysias reached … Wikipedia
LOGISTAE — apud Athenienses, magistratus erant, forte capti, decem numero, apud quos rationes gesti sui magistratûs referebant cum οἱ εν ἀρχῇ, intra 30. ab abdicato magistratu dies. Hos eo sdem cum τοῖς Ε᾿υθύνοις, fuisse, putat Auctor Etymologici, diverso… … Hofmann J. Lexicon universale
έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αγορανομία — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον αγορανομικό έλεγχο (δηλ. την εποπτεία της ομαλής και σύμφωνα με τους νόμους κίνησης της αγοράς). Ο έλεγχος αυτός που περιλαμβάνει τη διαπίστωση και προανάκριση των αγορανομικών αδικημάτων καθώς και γενικότερα … Dictionary of Greek